- συμβολόμετρο
- Όργανο με το οποίο είναι δυνατό να προκαλέσουμε φαινόμενα συμβολής και να μετρήσουμε με τη βοήθεια τους ορισμένα μεγέθη, όπως π.χ. πολύ μικρά μήκη κύματος, δείκτες διάθλασης, μικρές διαφορές μήκους κύματος κλπ. Το όργανο αυτό μας επιτρέπει να υποδιαιρέσουμε σε δύο δέσμες τα κύματα που προέρχονται από μια μοναδική πηγή, υποχρεώνοντας τις να ακολουθήσουν μια διαφορετική διαδρομή, κατά μήκος της οποίας προκαλείται μια μετατόπιση φάσης που σχετίζεται με το υπό μέτρηση φυσικό μέγεθος και, τέλος, κάνοντας να επιπροστεθούν και πάλι οι δύο δέσμες. Οι δέσμες, επειδή τώρα είναι εκτός φάσης, δίνουν αφορμή σε φαινόμενα συμβολής. Τα συνηθέστερα όργανα του είδους είναι εκείνα για τα φωτεινά ή τα ηχητικά κύματα, καθώς και για άλλες περιοχές ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (κυματόμετρα). Πολύ γνωστό είναι εκείνο του Μίκελσον, που η αρχή λειτουργίας του είναι ανάλογη με εκείνη των άλλων που χρησιμοποιούνται στα εργαστήρια και στη βιομηχανία. Γνωστό επίσης είναι και των Φαμπρύ και Περός, που χρησιμοποιείται πολύ στη φασματοσκοπία.
* * *το, Ν1. φυσ. διάταξη που χρησιμεύει στη μέτρηση τής απόστασης τών φωτεινών κροσσών συμβολής2. φρ. α) «ακουστικό συμβολόμετρο»φυσ. συσκευή μέτρησης τής ταχύτητας και τής απορρόφησης τών ηχητικών κυμάτων στο εσωτερικό αερίου ή υγρούβ) «οπτικό συμβολόμετρο»μετρολ. συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση αποστάσεων μέσω συμβολής φωτεινών δεσμών.
Dictionary of Greek. 2013.