συμβολόμετρο

συμβολόμετρο
Όργανο με το οποίο είναι δυνατό να προκαλέσουμε φαινόμενα συμβολής και να μετρήσουμε με τη βοήθεια τους ορισμένα μεγέθη, όπως π.χ. πολύ μικρά μήκη κύματος, δείκτες διάθλασης, μικρές διαφορές μήκους κύματος κλπ. Το όργανο αυτό μας επιτρέπει να υποδιαιρέσουμε σε δύο δέσμες τα κύματα που προέρχονται από μια μοναδική πηγή, υποχρεώνοντας τις να ακολουθήσουν μια διαφορετική διαδρομή, κατά μήκος της οποίας προκαλείται μια μετατόπιση φάσης που σχετίζεται με το υπό μέτρηση φυσικό μέγεθος και, τέλος, κάνοντας να επιπροστεθούν και πάλι οι δύο δέσμες. Οι δέσμες, επειδή τώρα είναι εκτός φάσης, δίνουν αφορμή σε φαινόμενα συμβολής. Τα συνηθέστερα όργανα του είδους είναι εκείνα για τα φωτεινά ή τα ηχητικά κύματα, καθώς και για άλλες περιοχές ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (κυματόμετρα). Πολύ γνωστό είναι εκείνο του Μίκελσον, που η αρχή λειτουργίας του είναι ανάλογη με εκείνη των άλλων που χρησιμοποιούνται στα εργαστήρια και στη βιομηχανία. Γνωστό επίσης είναι και των Φαμπρύ και Περός, που χρησιμοποιείται πολύ στη φασματοσκοπία.
* * *
το, Ν
1. φυσ. διάταξη που χρησιμεύει στη μέτρηση τής απόστασης τών φωτεινών κροσσών συμβολής
2. φρ. α) «ακουστικό συμβολόμετρο»
φυσ. συσκευή μέτρησης τής ταχύτητας και τής απορρόφησης τών ηχητικών κυμάτων στο εσωτερικό αερίου ή υγρού
β) «οπτικό συμβολόμετρο»
μετρολ. συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση αποστάσεων μέσω συμβολής φωτεινών δεσμών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μάικελσον, Άλμπερτ Άμπραχαμ — (Albert Abraham Michelson, Στρέλνο, Γερμανία 1852 – 1931). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός, γερμανικής καταγωγής. Μετανάστευσε με την οικογένειά του σε ηλικία 2 ετών στις ΗΠΑ. Σπούδασε στη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ, από την οποία αποφοίτησε …   Dictionary of Greek

  • Μίκελσον Άλμπερτ — (Albert Michelson, Στρέτσλνο, Πολωνία 1852 – 1931). Πολωνοαμερικανός φυσικός. Το 1855 η οικογένειά του μετακόμισε στις ΗΠΑ. Αποφοίτησε από τη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ το 1873, στην οποία δίδαξε στη συνέχεια επιστήμες για 4 χρόνια. Αργότερα,… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοτηλεσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη μελέτη και τον εντοπισμό γαλαξιακών και αστρικών ραδιοπηγών, οι οποίες εκπέμπουν, με μορφή θορύβου, ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκη κύματος μεταξύ 1 χιλιοστού και περίπου 30 μ.· χρησιμεύει ακόμα για… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… …   Dictionary of Greek

  • Φαμπρί, Κάρολος — (Fabry, 1867 – 1945). Γάλλος φυσικός. Διετέλεσε στην αρχή καθηγητής της βιομηχανικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Μασαλίας (1894). Το 1921 διορίστηκε καθηγητής στη Σορβόνη και διευθυντής του Ινστιτούτου Οπτικής. Όλες σχεδόν οι έρευνες και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”